- φόβα
- φόβα1 locks, hair
καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 17.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 17.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φόβας — φόβᾱς , φόβη lock fem acc pl φόβᾱς , φόβη lock fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόβαν — φόβᾱν , φόβη lock fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
φόβαι — φόβη lock fem nom/voc pl φόβᾱͅ , φόβη lock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)